Κυρίαρχο διακριτικό γνώρισμα του franchise

 

Η εφαρμογή και ανάπτυξη μιας πρωτότυπης επιχειρηματικής ιδέας με τη μέθοδο του franchise, προϋποθέτει την θέση σε λειτουργία ενός ολόκληρου συστήματος διακριτικών γνωρισμάτων τα οποία συνίστανται συνήθως και κατά κύριο λόγο:

> στην κοινή πινακίδα που αναρτάται στο σημείο πώλησης, η οποία συνήθως αντικατοπτρίζει το σήμα του Δικτύου.

> στο σήμα το οποίο τίθεται πάνω στα διατιθέμενα προϊόντα.

> στην ενιαία οπτική εμφάνιση του σημείου -εξωτερική και εσωτερική- όπως αυτή προσδιορίζεται από κοινά αρχιτεκτονικά σχέδια, διαρρύθμιση, διακόσμηση, κ.λπ.

 

Σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο Δικαιοπάροχος θα πρέπει να έχει στην κυριότητα ή στη νόμιμη χρήση του τα δικαιώματα επί των διακριτικών γνωρισμάτων (επωνυμίας, σήματος, κ.λπ.) του Δικτύου του, τα οποία παραχωρεί προς χρήση στους Δικαιοδόχους του, και αυτό να συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Συνεπώς, ο Δικαιοπάροχος θα πρέπει να είναι είτε κύριος/ δικαιούχος του σήματος ή, ελλείψει κυριότητας σε αυτό, να είναι αδειούχος χρήσης του σήματος (licensor).

Σε κάθε περίπτωση, η προστασία του εμπορικού σήματος ανέρχεται στα δέκα χρόνια με δυνατότητα επ’ αόριστον ανανέωσης για άλλα δέκα έτη. Από την άλλη μεριά, μια σύμβαση δικαιόχρησης μπορεί να έχει διάρκεια, συνήθως μικρότερη των δέκα ετών, αλλά ενδεχομένως και μεγαλύτερη από αυτήν. Παράλληλα, η κάθε σύμβαση δικαιόχρησης υπογράφεται σε διαφορετική ημερομηνία έτσι ώστε καθεμιά να λήγει και σε διαφορετική ημερομηνία. Συνεπώς, όπως είναι φυσικό, ο Δικαιοπάροχος συχνά υπογράφει συμβάσεις η λήξη των οποίων είναι μεταγενέστερη αυτής της λήξης της τρέχουσας δεκαετούς προστασίας του σήματός του.

Προκύπτει λοιπόν το θέμα της μη εξασφάλισης των Δικαιοδόχων αναφορικά με το ότι ο Δικαιοπάροχος θα ανανεώσει το δικαίωμά του επί του σήματος είτε τούτο είναι αυτό της κυριότητας είτε της άδειας χρήσης (license). Βεβαίως, εάν ο Δικαιοπάροχος δεν προβεί στην εν λόγω ανανέωση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις ευθύνες που θα ανακύψουν απέναντι στους Δικαιοδόχους του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, σκόπιμη κρίνεται η ρητή αναφορά στο κείμενο της σύμβασης της συνεχούς μέριμνας του Δικαιοπαρόχου αναφορικά με τη διατήρηση της προστασίας του σήματός του, της άμεσης ενημέρωσης για τυχόν προσβολές τρίτων και της λήψης μέτρων για την προστασία του.

Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία ο Δικαιοπάροχος είναι νομικό πρόσωπο που εκπροσωπείται νόμιμα από το φυσικό πρόσωπο εκείνο στο οποίο ανήκει η ιδέα του συγκεκριμένου Συστήματος Δικαιόχρησης, είναι πιθανό το φυσικό πρόσωπο να μην έχει παραχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του σήματος στο νομικό αυτό πρόσωπο –εσκεμμένα ή μη- έτσι ώστε να δημιουργούνται μη νομότυπες καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας και τη σχετική νομολογία άλλων χωρών, ακόμα και σε ακύρωση της σύμβασης δικαιόχρησης. Βεβαίως, στην Ελλάδα δεν συναντάμε ακόμα τέτοια προσβολή της σύμβασης καθόσον υφίστανται πολλά άλλα θέματα προς ρύθμιση αναφορικά με το franchise, όμως καλό είναι να διερωτόμαστε και να ανησυχούμε αναφορικά με το πού μπορεί να οδηγήσουν παρατυπίες στη σωστή νομική οργάνωση του Δικτύου, όταν πια το franchise θα έχει ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο.

Είναι δε θέμα απόφασης του Δικαιοπαρόχου εάν επιθυμεί να διατηρήσει ως φυσικό πρόσωπο το σήμα – εάν ως τέτοιο το είχε κατοχυρώσει πριν την ανάπτυξη του Δικτύου του – παραχωρώντας άδεια χρήσης στο νομικό πρόσωπο που ενδεχομένως θα συστήσει για την καλύτερη οργάνωση του Δικτύου του, ή εάν θα μεταβιβάσει το σήμα του εξ’ολοκλήρου στο νομικό πρόσωπο αυτό που προτίθεται να συστήσει.

Εξάλλου, το σήμα του Συστήματος, θα πρέπει να έχει κατοχυρωθεί, όχι μόνο στις κλάσεις στις οποίες αντιστοιχούν τα προϊόντα που διατίθενται από το Δίκτυο- όταν αυτό αφορά σε διάθεση προϊόντων- αλλά και στις κλάσεις των υπηρεσιών που αντιστοιχούν στην ‘ιδιότητα’ του Δικαιοπαρόχου, δηλαδή ενδεικτικά στις κλάσεις 35 και 42. Συχνά, συναντάται η περίπτωση επιχείρησης η οποία, πριν ‘χρηστεί’ Δικαιοπάροχος, είχε καταθέσει το σήμα της στις κλάσεις των συγκεκριμένων προϊόντων και/ή υπηρεσιών τα οποία διέθετε, χωρίς να ληφθεί υπόψιν, έστω και εκ των υστέρων, ότι με την ανάπτυξή της με τη μέθοδο του franchise εισέρχεται και σε νέες υπηρεσίες όπως η διοίκηση επιχείρησης, η διαφήμιση κλπ. οι οποίες πρέπει επίσης να προστατευθούν. Τα ανωτέρω συνηγορούν, επομένως, στην ανάγκη διερεύνησης του θέματος και στη συνέχεια επέκτασης της προστασίας του ήδη κατοχυρωμένου σήματος και σε κλάσεις όπως κυρίως η 35 και/ή η 42.

Θεωρείται αυτονόητο ότι ο Δικαιοπάροχος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του Δικτύου του θα πρέπει να προστατεύει το σήμα του. Οι Δικαιοδόχοι είναι υποχρεωμένοι να βοηθούν τον Δικαιοπάροχο προς εκπλήρωση αυτού του σκοπού και μάλιστα σκόπιμο είναι να προβλέπεται και η συγκεκριμένη υποχρέωση μέσα στη σύμβαση.

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για ένα Δικαιοπάροχο από το να βρεθεί αντιμέτωπος με προσβολές τρίτων στο σήμα του έτσι ώστε να κρίνεται η βιωσιμότητα αυτού ή, ακόμη χειρότερα, η παντελής έλλειψη κατοχύρωσης από τον Δικαιοπάροχο οιουδήποτε σήματος για το Δίκτυο. Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητη, πριν ακόμη οποιαδήποτε υπογραφή σύμβασης με Δικαιοδόχο, η μέριμνα και ρύθμιση όλων των θεμάτων που αφορούν στο βασικό σήμα του Δικτύου ενώπιον της αρμόδιας Αρχής, η οποία στη χώρα μας είναι το Υπουργείο Ανάπτυξης. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που το σήμα έχει νόμιμα κατοχυρωθεί, ο Δικαιοπάροχος θα πρέπει να μεριμνά και παρακολουθεί την πορεία του σήματός του προκειμένου να είναι δυνατό να προλάβει και να αντιδράσει εγκαίρως σε τυχόν προσβολή αυτού.

Μετά τη λήξη ή λύση της σύμβασης δικαιόχρησης για οποιοδήποτε λόγο, ο πρώην Δικαιοδόχος υποχρεούται να σταματήσει αμέσως τη χρήση των σημάτων του Δικαιοπαρόχου και των λοιπών διακριτικών του γνωρισμάτων, άλλως κινδυνεύει να εναχθεί από τον Δικαιοπάροχο για αθέμιτο ανταγωνισμό.

Βεβαίως, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι εκ των πραγμάτων εφικτή η άμεση, κατά τη λύση ή λήξη μιας σύμβασης δικαιόχρησης, παύση χρήσης των διακριτικών γνωρισμάτων του Δικτύου από το Δικαιοδόχο. Ιδιαίτερο μάλιστα πρόβλημα δημιουργείται με την ύπαρξη αποθεμάτων (stock) προϊόντων με το σήμα του Δικαιοπαρόχου στις αποθήκες του Δικαιοδόχου κατά τη στιγμή της λύσης. Δικαιότερη λύση θεωρείται η χορήγηση από τον Δικαιοπάροχο μιας περιόδου χάριτος στο Δικαιοδόχο, εντός της οποίας θα μπορέσει ο τελευταίος να πωλήσει τα προϊόντα που του έχουν απομείνει, άλλως, η ανάληψη αυτών από τον Δικαιοπάροχο στην αγοραία αξία τους ή σε τίμημα εύλογο και για τα δυο μέρη.

 Για το λόγο αυτό θα πρέπει και ο Δικαιοπάροχος να σταθμίζει το χρόνο που απαιτείται προκειμένου ο Δικαιοδόχος να συμμορφωθεί με αυτή του την υποχρέωση και να  μην προβαίνει κακόπιστα σε ενέργειες κατά του Δικαιοδόχου. Με τον τρόπο αυτό, και ο Δικαιοδόχος αποδεσμεύεται από ένα Σύστημα το οποίο δεν ήταν, όπως αποδείχθηκε, το κατάλληλο για αυτόν, με την ελάχιστη δυνατή ζημία αλλά και ο Δικαιοπάροχος αποφεύγει τις άσκοπες δικαστικές διαμάχες που μετά βεβαιότητας στιγματίζουν το Δίκτυό του δυσχεραίνουν την γρήγορη ανάπτυξή του και βλάπτουν τη φήμη του.